Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

                                           ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


                           ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ

1. Ο  «ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ»  ΣΤΗ  ΣΥΓΧΡΟΝΗ  ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
2. Η ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
3. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΓΝΩΣΗ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
4. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
5. ΟΡΘΟΔ.ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ  KAI ΕΠΙΣΤΗΜΗ
6. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
7. Η ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ : ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΣ
8. ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΞΑΗΜΕΡΟ.
9. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
       10. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ    



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ :

 ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ


11. ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗΣ
12. Η  «ΕΞΑΡΘΡΩΣΗ»  ΤΟΥ ΗΘΙΚΟΥ  ΝΟΜΟΥ
13. Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ  ΩΣ  ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ  ΠΡΟΒΛΗΜΑ
14. Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ  ΤΩΝ  ΔΕΡΜΑΤΙΝΩΝ  ΧΙΤΩΝΩΝ.
15. ΚΟΣΜΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ , «ΚΑΙΝΗ  ΚΤΙΣΙΣ».    
16. ΑΥΘΕΝΤΙΑ  ΚΑΙ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  ΣΤΗΝ  ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
17. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ
18. ΜΗΧΑΝΙΣΤΙΚΗ  ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ  ΚΑΙ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
19. Η «ΠΡΟΑΙΡΕΣΙΣ»  ΚΑΤΑ ΤΟΝ  ΙΩ. ΤΟΝ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ.
20. ΚΙΝΗΤΡΑ  ΚΑΙ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ  ΑΝΟΔΟΣ.
21. ΑΣΚΗΤΙΚΗ  ΥΠΕΡΒΑΣΗ  ΤΟΥ  «ΠΑΛΑΙΟΥ  ΑΝΘΡΩΠΟΥ».
22. ΤΟ  ΜΥΣΤΗΡΙΟ  ΤΟΥ  ΘΑΝΑΤΟΥ  ΚΑΙ  Η  ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ.
23. Η  ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ  ΣΤΗΝ  ΠΑΤΕΡΙΚΗ  ΕΠΟΧΗ.

 24. Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ  ΤΗΣ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ




ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


           -ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ-


Η
 ιστορία των φιλοσοφικών θεωριών είναι εν πολλοίς και η Ιστορία της καρδιάς εκείνων, που διετύπωσαν αυτές τις θεωρίες. «Primum vivere, deinde philocophari», κατά την γνωστή ρήση των Ρωμαίων.
Επομένως και ο αθεϊσμός (ως είδος θεωρίας), δεν είναι ζήτημα απλής συλλογιστικής (λογικών συμπερασμάτων π.χ) αλλά κυρίως ζήτημα υπαρξιακής κατάστασης – τρόπου Ζωής.
Ίσως, μάλιστα, τα επιχειρήματα να εκ – λογικεύουν σε τελική ανάλυση το περιεχόμενο της καρδιάς, και να δικαιολογούν τις προτιμήσεις της∙ «είπε άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστι θεός». Οι εβραίοι, ως γνωστόν σκέφτονταν με τη καρδιά. «εκ γαρ της καρδίας των ανθρώπων αναβαίνουσιν διαλογισμοί» (Ματθαίος).

Ήδη γνωρίζουμε, πως υπάρχουν άνθρωποι, που «εκ του ασφαλούς», (είτε για λόγους προβολής κουλτούρας είτε για λόγους καθαρής αντίδρασης σε μια κατεστημένη – συμβατική θρησκευτική συνήθεια), δηλώνουν ευχάριστα την άρνησή τους προς το θεό και την ελευθερία της σκέψης τους από δόγματα και προκαταλήψεις. Οι ίδιοι όμως άνθρωποι, πολύ δύσκολα θα έκαναν κάτι τέτοιο, εάν έρχονταν αντιμέτωποι με τραγικές δυσκολίες ή αδιέξοδα του βίου, αφού τότε το ερώτημα για το θεό θα αποκτούσε άλλη «βαρύτητα» και θα συσχετιζόταν με προσωπικές αποφάσεις και ηθικές επιλογές, άμεσα αναφερόμενες στον τρόπο της ζωής τους. Έτσι θα καταλάβαιναν στην πράξη, πως η πίστη δεν είναι επίσης μια ορισμένη θεωρία (φιλοσοφικού τύπου), διαμορφωμένη στο περιθώριο των καθημερινών δραστηριοτήτων, αλλά Ζωτική δύναμη που απορρέει από τη σχέση με την πηγή της ζωής. (εκφρασμένη ως προσευχή, αγάπη, ειρήνη, κ.λπ.).
Βλέποντας τα πράγματα από μια γενικότερη σκοπιά (και στα πλαίσια της ατμόσφαιρας του πρακτικού υλισμού, εντός της οποίας είναι βυθισμένες οι σύγχρονες κοινωνίες), διακρίνουμε καθαρά, πως η απόφαση και δέσμευση της πίστης, έχει τεθεί σε παρένθεση ή καλύτερα έχει σκεπαστεί κάτω από τις αναρίθμητες μέριμνες μιας χρησι – μοθηρικής προσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, η οποία παραδίδει στη λήθη, τις οποιεσδήποτε «μεταφυσικές ανησυχίες». Όπως φαίνεται το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι τόσο η αθεΐα, όσο η ειδωλολατρεία (ως απολυτοποίηση του σχετικού και εν προκειμένω ως εκκοσμίκευση), που διαπερνάει την σημερινή κρίση ήθους.

Ο Ν. Berdiaeff είχε δίκιο, όταν έλεγε, πως «δεν υπάρχουν πραγματικοί άθεοι, υπάρχουν μόνο ειδωλολάτρες». Όσο και αν μας φαίνεται παράδοξο, αυτός ο χαρακτηρισμός εφαρμόζεται άμεσα και σε όλους εμάς τους βαπτισμένους χριστιανικά, αλλά ζώντας υλιστικά ανθρώπους, των οποίων η καρδιά έχει προσκολληθεί στα πάσης φύσεως αντικείμενα του έρωτά της, τα οποία και είχε αναγάγει σε θεότητες Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πλεονεξία («ήτις εστίν ειδωλολατρεία» κατά τον Απ. Παύλο) και ο άμετρος καταναλωτισμός, που βρίσκονται στη βάση μιας μονοδιάστατης οικονομίστικης αντίληψης της ζωής.
Αν αυτό αληθεύει, ως αποτίμηση της ηθικής συμπεριφοράς του σύγχρονου ανθρώπου, αληθεύει εξίσου και το γεγονός της νοσταλγίας του θεού (την οποία ένας Jean Rostant προτιμούσε από την ανία των «πιστών»), εκ μέρους του πραγματικά άθεου, ο οποίος κάτω από ορισμένη σκοπιά, βρίσκεται «εν δυνάμει» μόνο ένα σκαλοπάτι, πριν από την τέλεια πίστη (όπως το έχει δείξει η πείρα αρκετών μεταστροφών).

Τούτων ούτως εχόντων, δεν είναι άνευ σημασίας η προσφορά γνησίου θεολογικού λόγου, εκφρασμένου από ανθρώπους, που «έπαθαν» τα θεία και ως εκ τούτου έμαθαν να ακολουθούν «την οδόν, την απάγουσαν εις την ζωήν». Και λέμε ότι χρειάζεται γνήσια θεολογία, διότι ως γνωστόν, υπάρχει και ένα είδος θεολογίας σχολαστικού τύπου (κατά παρέκκλιση από το ορθόδοξο πατερικό πνεύμα), η οποία επεζήτησε να επιβάλλει το θεό στις συνειδήσεις ως αναγκαιότητα, που απορρέει  από λογικές αποδείξεις και συμπεράσματα, τα οποία έχει ήδη προ πολλού ξεπεράσει η συγχρόνος διανύηση.
Πως όμως συνέβη μια τέτοια παρέκκλιση και ποιοι είναι οι λόγοι, που υπαγόρευσαν στους σχολαστικούς τη δημιουργία εννοιολογικών συστημάτων, μέσω φιλοσοφικών μεθόδων; Αξίζει, εν συντομία, να σχολιάσουμε το θέμα 

Είναι αληθές, πως το ζήτημα της πίστεως ενέχει μια ουσιαστική δυσκολία, αφού και οι Έλληνες «σοφίαν ζητούσι» και οι Ιουδαίοι «σημείον ζητούσι» (κατά τη ρήση του Απ. Παύλου), όπως ακριβώς και οι σύγχρονοι άνθρωποι. Αυτή την περιέργεια, όμως, αρνήθηκε να την θεραπεύσει ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» και τοποθετώντας έτσι την πίστη (ως εμπιστοσύνη προς το Θεό - Λόγο), πάνω από τη γνώση και τους περιορισμούς της διάνοιας. Το ίδιο έκαναν και οι πατέρες της εκκλησίας, που η θεολογία τους πηγάζει από μια Ιστορική (ανάπτυξη πατρώων δογμάτων) και προσωπική αφετηρία, ουδέποτε δε καταλήγει να είναι αφηρημένο εννοιολογικό σύστημα.

Ο λόγος τους εντάσσεται μέσα στα πλαίσια μιας δοξολογικής και ευχαριστιακής στάσης απέναντι στο θεό, μπροστά στο Μυστήριο του οποίου υποκλίνονται (διότι «μέγα το της ευσεβείας Μυστήριον θεός εφανερώθη εν σαρκί»)

Όταν όμως άρχισε η εκκλησία στη Δύση (όπως και ο Σχολαστικισμός), να σχεδιάζει την κοσμική επιβολή της, μια υπερβολική οργάνωση (με έξαρση του κλήρου, σε θέση προνομίων κλπ) και συστηματοποίηση (ίδιον του Ρωμαϊκού Νομικισμού), πέρασε μέσα στο χώρο της: Εξάλλου η εκκλησία αυτή δεν είχε τραφεί αποφασιστικά από τους Μεγάλους πατέρες της Ανατολής, γνώριζε μόνο τον Αγ. Αυγουστίνο, από τη θεολογία του οποίου άντλησε και τα διδάγματα της (λ.χ. δικανική ερμηνεία της θυσίας του Χριστού, απόλυτος προορισμός κ.α.).
Η οργάνωση, βέβαια, χρειαζόταν για την εδραίωση της Εκκλησίας ώστε να ασκήσει αποτελεσματική Ιεραποστολή, ανάμεσα στους βαρβαρικούς λαούς, που κατέκλυζαν τη Δύση. Ωστόσο, οι πρώτοι Σχολαστικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα προχώρησαν την οργάνωση και στο πεδίο του πνεύματος, όπου ανέλαβαν να επιβάλλουν φιλοσοφικές αρχές και έννοιες, για να δικαιολογήσουν την πίστη. Πώς αλλιώς θα γινόταν η Propagarda Fidei;
Ο θεός, όμως, έτσι γίνεται «αγνώριστος» στην Υπερβατικότητά του, μία ουσία απρόσιτη και αμέθεκτη από τον άνθρωπο, του οποίου η θέση άρχισε  να σμικρύνεται και να περιορίζεται σε πλήρη παθητικότητα. Έτσι συντελέστηκε η διάσταση θεού – κόσμου και θεού – Ανθρώπου, οδηγώντας σε αλλοτριωτικές συνθήκες ζωής, εντός του περιβάλλοντος των Δυτικών Εκκλησιών.
Αυτή η αναγωγή στη Λογική (η υπεύθυνη για την αλλοτρίωση της Θεολογίας) όσο και αν συμβαδίζει με τις απαιτήσεις μιας εκκλησίας, που θέλει να «αιτιολογήσει» την πίστη της, στην πραγματικότητα αποτελεί άρνηση του χαρακτήρα αυτής της πίστης, που μόνο ως «περιπέτεια της ελευθερίας των ανθρώπων» (κατά clement Olivier) μπορεί να εκληφθεί και ως διακινδύνευση (πέρα από το «θεό των εγγυήσεων»). Άλλωστε ποιες είναι οι «εγγυήσεις», που έδωσε ο Χριστός στους προφήτες και αποστόλους του, αν όχι το να «άρουν τον σταυρό τους» και να τον ακολουθήσουν; Η πίστη αποτελεί δύναμη, στην προσπάθεια συνάντησης των ανθρώπων με τον ζώντα θεό της Αποκαλύψεως και εσωτερικής μεταμόρφωσης σε «καινήν κτίσιν», κατ’ επιταγήν του θείου Λόγου.

Θεός, όμως, που «αποδεικνύεται» με τη λογική, δεν είναι πραγματικός θεός, παρά ένα κατασκεύασμα του νου, ένα είδωλο (το γνώριζαν αυτό καλά οι Άγιοι Πατέρες), για την ύπαρξη του οποίου φρόντισε πάρα πολύ η Σχολαστική θεολογία.

Οι Διανοούμενοι της Νεοτερικότητας (ήδη από την αυγή της σύγχρονης εποχής), μπροστά σε μια τέτοια θεολογία, είχαν να κάνουν εύκολο έργο.  Με τα ίδια εργαλεία (την δική τους, επίσης εύλογη, λογική), άρχισαν να κατεδαφίζουν το οικοδόμημα, που είχαν ανεγείρει οι Σχολαστικοί. Έτσι όλη η προβληματική της Νεοτερικότητας, σχετικά με το ζήτημα της αλήθειας (ως φιλοσοφικού πλέον προβλήματος περί θεού) κατέληξε σταδιακά στον Μηδενισμό ενός Νίτσε, που έλεγε πως αν υπάρχουν θεοί, πως και δεν θα προτιμούσε να είναι αυτός ο ίδιος, πιστοποιώντας μάλιστα το «θάνατο του θεού», με λογοτεχνική δεινότητα.

Εκ των πραγμάτων, δεν άργησε να έλθει και η ανασύνταξη των Θεολόγων της Δύσεως, η αυτοκριτική και η κατανόηση της ανάγκης επιστροφής στις πηγές. Και όταν λέμε πηγές, εννοούμε τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, ως αυθεντικών ερμηνευτών του περιεχομένου της Αποκαλύψεως. Η ορθόδοξος Ανατολή, βέβαια, είχε στις βιβλιοθήκες των Μοναστηριών της τα Πατερικά κείμενα και θα χρειαζόταν ένας Νικόδημος ο Αγιορείτης λ.χ. να συνοψίσει στην εποχή του τους προ αυτού πατέρες και να χαρίσει το έργο του στο λαό του θεού, που τότε στέναζε κάτω από τον Οθωμανικό Ζυγό. Παρά ταύτα όμως Δυτικές επιδράσεις παρείσφρυσαν και στο χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής και αλλοίωσαν (ή συνεχίζουν να αλλοιώνουν;) το πνεύμα της θεολογίας της, εξ ου και η ανάγκη αναγνώρισης και αποτίμησης της γνησίας πηραδύσεως, που θα δώσει απάντηση στα ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου.

Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος, ο εθισμένος σε όλο σχεδόν το φάσμα των επιχειρημάτων του αθεϊσμού, έχει να διδαχθεί πολλά για τη χρήση του λόγου – λογικής μέσα στο έργο των πατέρων, κυρίως όμως έχει να μυηθεί σε μια γνήσια θεολογία, η οποία στοχάζεται στα όρια του Μυστηρίου (και όχι «περί» του Μυστηρίου), σκέπτεται το θεό, αλλά δεν ορθολογικοποιεί την πίστη. Σέβεται τη ζώσα θεία πραγματικότητα και μπαίνει μαζί με το Μωυσή στη φλεγόμενη βάτο, αφού πρώτα αποθέσει «τα σανδάλια» της και απογυμνωθεί από τους περίπλοκους διαλογισμούς, που κρύβουν τη θέα του προσώπου Του.
(«τα νοούμενα πάντα δείται ταφής» κατά τον λόγο του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού.)
Γιατί «η φτωχή μας λογική, μας κρύβει τη θέα του απείρου», σύμφωνα με έναν υπέροχο λόγο του συμβολιστή ποιητή (και μεγάλου εξερευνητή της ομορφιάς, κατά τον Clernent Olivier) A. Rimband.

Οι περιπέτειες της πίστεως, συνεπώς, έχουν να κάνουν και με τους φορείς της (προπάντων με τους λογικο- κρατούμενους θεολόγους), οι οποίοι ενώ ομιλούν πολύ για το θεό, στην πραγματικότητα ελάχιστα τον γνωρίζουν, αν δεν τον «χρησιμοποιούν» προς ίδιον όφελος για να «κηρύσσουν εαυτούς» (κατά τον Απ. Παύλο).

Σ’ αυτό το πολύ ευαίσθητο σημείο, διαχωρίζεται η Πατερική Θεολογία από όλες τις μετέπειτα «παραφθορές» της, αφού πρωτίστως είναι εμπειρία κοινωνίας, μετοχή στην ένθεο ζωή και δευτερευόντως έκφραση περιεχομένων πίστης, δόγμα, διανοητική επεξεργασία και ανάλυση.

Της λογικής κάνουν βέβαια χρήση και οι Πατέρες, (είτε της Αριστοτελικής, είτε της κοινής) δείχνουν όμως ταυτόχρονα τα όρια του νου (λ.χ. ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) στην προσέγγιση των θείων πραγματικοτήτων. Ομιλούν και γράφουν «αλιευτικώς» και «φωτιστικώς», ζώντας «εν προσευχή και μετανοία», χωρίς να μεταβάλουν την πίστη σε ένα «τόσο φτηνό πράγμα» (κατά την έκφραση του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου), με το οποίο ασχολείται κανείς κατά βούληση, χωρίς μέτρα και προϋποθέσεις.

Αλλά ενώ στην Πατερική εποχή, οι αιρετικές απόπειρες συνιστούσαν κίνδυνο για τη σωτηρία  των πιστών, στη σύγχρονη εποχή (που με την εκκοσμικευμένη λογική της, έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον «μαζικού αθεϊσμού») επικρατεί η μεγάλη αίρεση που σήμερα (όπως την ονόμαζε ο Al. Schmemann) ο υλισμός.
Η πίστη διαλύεται ήσυχα και συμπνίγεται από την κοσμικότητα (την μοντέρνα Θρησκεία δηλαδή), η οποία υποβάλει όλες εκείνες τις λογικές που βλέπουν τη θρησκεία ως αληθινό φράγμα ανάμεσα στον σύγχρονο άνθρωπο και τη ζωή με όλη την ποικιλία των δραστηριοτήτων.

Κατ’ αυτές τις λογικές, για να απολαύσει κανείς το σήμερα (αφού εδώ βρίσκεται και η μοναδική κατοικία του,) χρειάζεται να αγνοήσει αποφασιστικά τη θρησκεία (που είναι θεμιτή μόνο στους αρχαϊκούς «θανατοκεντρικούς» πολιτισμούς κατά τον Al. Schmemann). Η πρόοδος παράλληλα της επιστήμης και της τεχνολογίας υπόσχονται να διευκολύνουν την «ενθάδε» ευτυχή διαβίωση του ανθρώπου, παρά το ότι γιγαντώνουν τον έμφυτο εγωισμό του, κάνοντας τον να ακολουθεί άλλα ευαγγέλια, κοσμικού περιεχομένου.

Έτσι τι μπορεί να περιμένει κανείς (για τον κοσμικά σκεπτόμενο) από την προσευχή λ.χ, όταν μπορεί ο ίδιος, ως ώριμος άνθρωπος, να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να επιλύει τα προβλήματά του, διαχειριζόμενος ορθολογικά τις υποθέσεις της ζωής. Τι νόημα έχει η έκφραση της Κυριακής προσευχής «γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν Ουρανώ και επί της γης», όταν ο θεός βρίσκεται εξόριστος «εκεί ψηλά» (σύμφωνα με τους Δυτικούς θεολόγους) και δεν μπορεί να μας ανακοινώσει τις βουλές  του ή να παρέμβει στην καθημερινότητά μας; Ένας τέτοιος θεός ουσιαστικά μας είναι απρόσιτος.

Πώς, ακόμη, μετά από τόση επιστημονική Κοσμοθεωρία, είναι δυνατόν κανείς να πιστεύει στα θαύματα, τις επεμβάσεις του θεού στη φύση και την Ιστορία?

Ο σύγχρονος άνθρωπος διαμορφώνεται αδιάκοπα από τέτοιες αντιλήψεις, που αλάνθαστα οδηγούν στην πραγματικότητα εκείνη της απουσίας του Αγίου Πνεύματος, ως πηγής ζωής και της αποσύνθεσης της κοινωνίας. Καλείται κανείς να είναι «πιστός στη γη» (κατά την έκφραση του Nietsche) και να ζει υλιστικά και καταναλωτικά, σαν να μην είχε έλθει ποτέ ο θεός κοντά μας.
Έτσι ο υλισμός αποβαίνει η μεγάλη αίρεση του σήμερα (Al. Schmemann), αφού θίγει συνολικά και περιεκτικά το Δόγμα, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του «φάγωμεν, πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν»

Αρκεί μερικές φορές λίγη ψυχανάλυση ή αυτοθεραπεία (με διάφορες τεχνικές) για να επανέλθει κανείς στην «ισορροπία» του.
Πώς μπορεί να αγγίξει τον άνθρωπο, που σκέφτεται έτσι, ο λόγος του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου π.χ. που αναφέρεται στην σταδιακή απομάκρυνση από την «βαρύτητα» των γήινων και την ανύψωση του νου «πάνω από την ύλη»; Πώς μπορεί η παραδεδομένη πίστη να μην είναι λόγος κενός, αλλά δύναμη ζωής, εστραμμένη προς την εσχατολογική ελπίδα της ανακαινίσεως των πάντων «εν θεώ»; Μήπως χρειάζεται να κενωθεί το ευαγγέλιο και να συσχηματισθεί κατά τα στοιχεία του κόσμου τούτου (του παρεχόμενου, είτε το θέλουμε είτε όχι) και «κατά την παράδοση των ανθρώπων»;

   Η απάντηση προφανώς είναι αρνητική.
   Υποβάλλεται από την ίδια Αγιοπατερική θεολογία η οποία διατρανώνει το γεγονός της λύτρωσης του ανθρώπου «δια του σταυρού», δια του οποίου εισήλθε «χαρά εν όλω τω κόσμω», και άρχισε να υφίσταται η Νέα Κοινωνία  (η «καινή κτίσις») της εκκλησίας ως εικόνα της αιώνιας θείας Βασιλείας.
Αλλά «ο λόγος του σταυρού» δεν είναι πάντοτε αρεστός στην ανθρώπινη λογική. Αδιάκοπα ένα «υπόστρωμα» διανοητικής έπαρσης θα παρασύρει τη σκέψη σε «αιρετικές θεολογίες», ουσιαστικά όμως στις λογοκοπίες εκείνες, που αποκόπτονται σταδιακά από τις υπαρξιακές ρίζες της πίστεως και δεν αποδίδουν καρπούς, (τουτ’  εστίν έργα αγαθά όπως είπε ο Κύριος «εκ των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς»), παραμένοντας σε θεωρητική «στειρότητα».ϳ
«Ένας λόγος μπορεί πάντοτε να αντιταχθεί σε έναν άλλο λόγο, όμως κανένας λόγος δεν μπορεί να αντιταχθεί στη ζωή.» (Γρηγ. Παλαμάς)
Η πίστη, από γεγονός κοινωνίας περιπίπτει άκαρπη γνωσιολογική έρευνα, χάνοντας τη δραστική της επενέργεια πάνω στις καρδιές.
Η θεολογία των πατέρων μας ενδιαφέρει εδώ, διότι ξεχωρίζει από τις σχολαστικές θεολογίες, αφού κινείται μέσα σε ακραιφνώς ευαγγελικά μέτρα, εργάζεται δε «αλιευτικώς» (όπως οι Απόστολοι) και όχι «Αριστοτελικώς».
Η προσέγγιση των Αγιοπατερικών πηγών μπορεί να θεωρηθεί και ως πλουτισμός της θεολογίας, αφού μόνο από τις πηγές αυτές είναι δυνατό να αντληθεί «το ύδωρ το ζων».
Η πατερική Δημιουργία – Σύνθεση έχει οικουμενικές διαστάσεις, αφού στην ουσία επιχειρεί να «αγρεύσει» τις ψυχές με το «δόλωμα» των φιλολογικών σχημάτων και να τις οδηγήσει στον Πατέρα – Θεό. Γι’ αυτό και όσα λέγουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκείνα τα «άλλα πολλά», τα οποία ο Παράκλητος διδάσκει και υπενθυμίζει στο Ανθρώπινο Γένος, μέσω των κατάλληλων οργάνων του.
Όπως ο Ιησούς Χριστός είναι ο Αυτός «χθες και σήμερον και εις τους αιώνας» και η Βίβλος κανόνας της αληθείας, κατά τον ίδιον τρόπο και τα έργα των θείων Πατέρων συνιστούν μία συλλογή των θησαυρών της ανόθευτης Αγιοπνευματικής παράδοσης, θεμελίου της Εκκλησίας.
Τα κείμενά τους παρέχουν επί πλέον το ΚΛΕΙΔΙ της ορθής ερμηνείας των Γραφών και υψώνουν οχυρώματα στις παντοειδείς πλάνες. Ως όντως θεόπνευστα, έχουν τη δύναμη να οδηγούν «εις πάσαν την Αλήθειαν».
Οι θεοφόροι Άγιοί μας κατείχαν σε υψηλό βαθμό την ανθρώπινη Γνώση και Επιστήμη, μέσω της οποίας επιχείρησαν να ανατρέψουν το παγανιστικό σύμπαν των αρχαίων και εγκαταστήσουν μια άλλη «εν θεώ» φιλοσοφία». Ήθελαν να επιτύχουν μια θεανθρώπινη παιδαγωγία∙ εξάλλου με αυτή την έννοια θεωρούνται και ως προστάτες των γραμμάτων οι Μεγάλοι Πατέρες του Δϳ αιώνος, οι Τρεις Ιεράρχες. Μας κληρονόμησαν ένα Αρχέτυπο Σύνθεσης Πίστης και Γνώσης, το οποίο λειτουργεί ως κανόνας και παράδειγμα, ικανοποιώντας ταυτόχρονα απαιτήσεις καλλιεργημένων ανθρώπων.
Διότι χωρίς θεανθρώπινη σοφία, κάθε επιστήμη κινδυνεύει να γίνει σύμμαχος πανουργίας και θηριωδίας, (όπως το είδαμε αυτό πολλές φορές στη σύγχρονη εποχή). Μόνον η ένθεος Αγάπη οικοδομεί, «η δε γνώσις φυσιοί» (Απ. Παύλος).
Ορισμένοι αρνούνται την επικαιρότητα των Αγίων Πατέρων, «κακώς ειδότες», με την πρόφαση ότι η επιχειρηματολογία τους έχει ήδη προ πολλού ξεπερασθεί από το φιλοσοφικό – επιστημονικό λόγο της Νεοτερικότητας.
Ενθουσιασμένοι από την ελπίδα της απεριόριστης προόδου των γνώσεων και της τεχνικής, η οποία θα οδηγήσει σε μια καινούργια ανθρωπότητα, («Νέα εποχή»), απορρίπτουν πεισματικά την προσεκτική εξέταση της συνεισφοράς των Πατέρων, σε σχέση προς το όλον, τον Δημιουργό θεό και το νόημα της ζωής.
Στο σύγχρονο πολιτισμικό περιβάλλον ο άνθρωπος τείνει να καταστεί «μέτρον πάντων των πραγμάτων»,  σχετικοποιώντας κάθε αναζήτηση της αληθείας και κάθε ηθική.
Έτσι, χωρίς οντολογικά θεμέλια, είναι εύκολο να στραφεί κανείς προς τη λατρεία νέων θεοτήτων, οι οποίες ελάχιστα διαφέρουν (μόνο οι μορφές αλλάζουν) από την ειδωλική πλάνη που οι θείοι πατέρες αναιρούν, μέσα από το έργο τους. Συνεπώς τα επιχειρήματα τους είναι διαχρονικά, αφού και σήμερα μπορούν να αφοπλίσουν τους αλαζόνες γνωστικούς δείχνοντας την ανεπάρκεια των συλλογισμών τους. Επιπλέον μπορούν να ενισχύουν την πίστη και να κατευθύνουν τη σκέψη προς το όντως Ον, το Δημιουργό και Λυτρωτή του κόσμου.
Έχοντας αναζητήσει οι Άγιοι Πατέρες «τα βάθη του πνεύματος», προσετέθησαν σ’ αυτούς και «τα κάλλη του φθέγματος», για να μπορούν να ελκύσουν με το λόγο τους προς τα υψηλά νοήματα του Ευαγγελίου. Αυτή η άρρηκτη σύνδεση μορφής και περιεχομένου είναι που κατέστησε τον Ελληνισμό «Όχημα» (το πλέον κατάλληλο, πρέπει να συμφωνήσουμε) της Οικουμενικής διαδρομής της Αποκαλύψεως.
Ωστόσο, η ανάγνωση των Πατερικών, έργων από το πρωτότυπο είναι μόνον για τους έχοντες φιλολογική παιδεία, πάντως, όχι για μία μεγάλη πλειονότητα ανθρώπων. Κάθε μετάφραση «αφαιρεί» κάτι από την υφή του λόγου, όμως είναι απαραίτητη, για την αρχική προσέγγιση ενός τόσο σπουδαίου περιεχομένου, για το οποίο έχουν εκφρασθεί κολακευτικά ακόμη και εκπρόσωποι του κοσμικού Ανθρωπισμού.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σημειωθεί εκδόσεις των σημαντικότερων πατερικών έργων καθώς και μεταφράσεις επιμέρους λόγων, απανθίσματα, συλλογές ηθικοπρακτικών παραινέσεων, αναλύσεις κλπ. Υπάρχει έτσι ένα «υπόβαθρο» για τη γνωριμία τους και την εξοικείωση με το πνεύμα τους. Ο τεράστιος όγκος της Αγιοπατερικής Γραμματείας, ίσως να χρειάζεται ένα «σχέδιο ανάγνωσης», τουλάχιστον σε μία αρχική φάση, ώστε να μπορεί κανείς να έχει μία απλή και καθαρή εικόνα συνόλου του έργου τους.

Εδώ να επισημάνουμε πως η «ψιλή γνώσις» του περιεχομένου των πατερικών λόγων δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτοσκοπός που θα μας κάνει θαυμαστές της ρητορικής καλολογίας και των εξωτερικών σχημάτων. Για τους ίδιους τους Αγίους σημασία είχε πάντοτε το νόημα, η ένθεος λογική και όχι τα φιλολογικά στολίδια.
Έχει ήδη επισημανθεί από την πλευρά της Ορθοδόξου θεολογίας ένα «a priori» στην ανάγνωση της Βίβλου, η οποία μπορεί να διαβάζεται «ατομικά» και να ερμηνεύεται «επιστημονικά» (όπως λ.χ. στη Βιβλική Ερμηνευτική Επιστήμη του κλάδου της Θεολογίας), ωστόσο δεν μπορεί να αποκόπτεται από την εκκλησιαστική εμπειρία αλλά να αλληλοπεριχωρείται σ’ αυτήν.
Όπως η Αγία Γραφή αποσκοπεί στο να μορφώσει τον άνθρωπο με «νου Χριστού», έτσι και η Αγιοπατερική Γραμματεία τείνει προς την ενίσχυση της πίστεως και την καθαίρεση των οχυρωμάτων της ασεβείας. Και ως προς αυτό είναι διαχρονική, αφού, οι πατέρες από το μακρινό παρελθόν εξακολουθούν να κηρύττουν, να παροτρύνουν, να διαλογίζονται, να καταρρίπτουν προφάσεις και να καθοδηγούν.

Η «ενσωμάτωση» των Πατερικών έργων σε ένα διάγραμμα, τα κατατάσσει οπωσδήποτε σε κάποιες κατηγορίες (Δογματικά, Ηθικά, Ερμηνευτικά, Λειτουργικά κλπ) και είναι χρήσιμη μόνο ως «σχέδιο μελέτης».
Στα πλαίσια όμως της ολότητας, καμία κατηγοριοποίηση δεν μπορεί να είναι επαρκής∙ π.χ. η Εξαήμερος του Μ. Βασιλείου, παρόλο που είναι ερμηνευτικό έργο, εμπεριέχει πλείστα όσα Ηθικοπρακτικά σημεία, τα οποία έντεχνα ο Άγιος παρεμβάλλει στο λόγο του, για να οικοδομήσει τον ακροατή του. Ακόμη, ένα Λειτουργικό έργο (π.χ. η ερμηνεία του Νικ. Καβάσιλα) δεν μπορεί να μην βασίζεται σε Δογματικές θέσεις ή να μην περικλείει εποικοδομητικές παραινέσεις και κοινωνικές προεκτάσεις.
Όσο περισσότερο εμβαθύνει κανείς, εγκαταλείπει αυθόρμητα τα σχήματα και τις «δομές» ανακαλύπτοντας διαρκώς καινούργιες «εκφάνσεις» του Πνεύματος και διαπιστώνοντας την ανεξάντλητη δύναμη του ένθεου λόγου.
Κανένα «τμήμα» της Πατερικής Θεολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί «απομονωμένο» από κάποιο άλλο: όλα «εγγράφονται» σε ένα κλίμα δοξολογίας του εν Τριάδι Θεού και ευχαριστίας για τις άπειρες ευεργεσίες του προς το γένος μας.
Γι’ αυτό και στο τέλος πολλών λόγων, βρίσκουμε δοξολογικές και ευχαριστιακές φράσεις: π.χ. «…με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του οποίου η Βασιλεία είναι εις τους αιώνες».
Έτσι διαγράφουμε μέσα μας και εν-τυπώνουμε την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ομιλούν και γράφουν οι Πατέρες. Χωρίς να παύσουν να είναι συστηματικοί και επαγωγικοί στην έκθεση των θείων νοημάτων, αποπνέουν ένα ύφος (συνάμα και ήθος), το οποίο δεν έχει ακόμη υποπέσει στη «Βαβυλώνεια αιχμαλωσία» (π. Γεώργιος Florofsky) του Σχολαστικισμού.
Η θεοπνευστία, να υπογραμμιστεί, συναντάται στα υπαρξιακά βάθη του λόγου και όχι στο Φιλοσοφικό – Επιστημονικό «εξοπλισμό» των Αγίων μας, ο οποίος, ούτως ή άλλως, είναι «όργανο» (γλώσσα, ορολογία εικόνες κλπ) μέσω του οποίου διαθλάται το φως του Πνεύματος, στην εκάστοτε ιστορική κατάσταση, με σκοπό την σωτηρία του ανθρώπου.
Η παράδοση κατανοούμενη υπό τέτοιες προ»υποθέσεις, γίνεται δυναμισμός και κίνηση προς τα εμπρός και προς τα άνω∙ Δι’ αυτής ο άνθρωπος αναλαμβάνει τη συνείδηση του προορισμού του, κινούμενος στα όρια τα οποία του σχεδίασε ο Θεός – Δημιουργός για να μπει «στο τραπέζι της Βασιλείας του».
Το πνεύμα των Πατέρων είναι απαραίτητο και σήμερα (εποχή σχετικισμού και νεοπαγανισμού) γιατί μας προσφέρει «το ύδωρ το ζων», το οποίο ο ίδιος ο Κύριος είχε υποσχεθεί ότι θα ρεύσει από τον καθένα που διαθέτει πίστη.
Τέτοιοι άνθρωποι πίστεως ήσαν οι θείοι Πατέρες και γι’ αυτό άλλωστε είναι οι καταλληλότεροι να μας προσφέρουν το Ζωντανό Νερό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου