Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

3. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΓΝΩΣΗ, ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ( Του π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ FLOROFSKY )



Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άνθρωπος  να μπορεί να ακούσει τα λόγια του, να τα δεχθεί, και να αυξηθεί πνευματικά μέσα σ’ αυτά και με αυτά να γίνει μέτοχος «ζωής αιωνίου». Η πτώση του ανθρώπου δε μετέβαλε τον αρχικό σκοπό του Θεού. Ο άνθρωπος δεν έχασε τελείως την ικανότητα να ακούει το Θεό και να τον δοξολογεί.  Και τελικά η κυριαρχία και η δύναμη της αμαρτίας έπαυσε.    

   «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.α’, 14). Ο δρόμος της ζωής και του φωτός είναι ανοιχτός. Και το ανθρώπινο πνεύμα έχει και πάλι γίνει ικανό να ακούει πλήρως το Θεό και να δέχεται τους λόγους του    Αλλ’ ο Θεός μίλησε στον άνθρωπο όχι απλώς για να μπορεί αυτός να θυμάται και να φέρνει στο νού του τους λόγους του. Απλούστατα, δεν μπορεί κανείς να κρατά στη μνήμη του το λόγο του Θεού. Πρέπει κανείς να διαφυλάσσει το λόγο του Θεού, προ πάντων, μέσα σε μια ζωντανή και φλεγόμενη καρδιά.

 Ο λόγος του Θεού διατηρείται μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα σαν ένας σπόρος που φυτρώνει και φέρνει καρπούς. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια της θείας αποκαλύψεως πρέπει να αποκαλυφθεί μέσα στην ανθρώπινη σκέψη,  πρέπει να εξελιχθεί σ’ ένα πλήρες σύστημα πίστεως, σ’ ένα σύστημα θρησκευτικής θεωρήσεως, μπορεί κανείς να πει, σ’ ένα σύστημα θρησκευτικής φιλοσοφίας και σε μια φιλοσοφία της αποκαλύψεως.  Δεν υπάρχει κανένας υποκειμενισμός σ’ αυτό.

 Η θρησκευτική γνώση πάντοτε παραμένει στην ουσία της ετερόνομη, αφού είναι μια θέα και μια περιγραφή της θείας πραγματικότητας, η οποία αποκαλύφθηκε και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με την είσοδο του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο Θεός κατέρχεται μέσα στον κόσμο και αποκαλύπτει στον άνθρωπο όχι μόνο την όψη του, αλλά παρουσιάζεται σ’ αυτόν μέσα από τα γεγονότα (actually).

  Πρέπει κανείς να διακρίνει με σαφήνεια τις εποχές της αποκαλύψεως. Και δε θα έπρεπε κανείς να επιβεβαιώνει την ουσία του Χριστιανισμού στηριζόμενος σε ό,τι προηγήθηκε στην Παλαιά Διαθήκη.  Η Παλαιά Διαθήκη ήταν η εποχή της προσδοκίας. Ολόκληρο το πάθος του ανθρώπου της Παλαιάς Διαθήκης στρεφόταν προς το «μέλλον»- το «μέλλον» ήταν η βασική κατηγορία της θρησκευτικής της εμπειρίας και ζωής. Η πίστη του ανθρώπου της Παλαιάς Διαθήκης ήταν προσδοκία- η προσδοκία εκείνου που ακόμα δεν υπήρχε, εκείνου που ακόμα δεν είχε έρθει, εκείνου που ήταν ακόμα «αθέατο». Αλλά η εποχή της προσδοκίας έφθασε στο τέλος της. Οι προφητείες εκπληρώθηκαν.

 Ο Κύριος έχει έρθει. Και έχει έρθει για να παραμείνει με εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν «πάσας τάς ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.κη’,20). Έδωσε στους ανθρώπους  «εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν.α’,12). Απέστειλε το Άγιο Πνεύμα μέσα στον κόσμο να οδηγήσει τους πιστούς «είς πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. Ιστ’, 13) και να τους υπενθυμίσει όλα όσα ο Κύριος είχε πει (Ιωάν.ιδ’, 26: «εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν εγώ»).  Γι’ αυτό το λόγο οι πιστοί έχουν «χρίσμα από του αγίου (πνεύματος) και (οίδασι) πάντα… και ου χρείαν (έχουσιν) ίνα τις διδάσκη (αυτούς)» (Α’ Ιωάν.β’,20,27). Έχουν το «χρίσμα της αληθείας», το  charisma veritatis, όπως λέγει ο άγιος Ειρηναίος.

  Εν Χριστώ ανοίγεται για τον άνθρωπο η δυνατότητα και η οδός της πνευματικής ζωής. Και το ύψος της πνευματικής ζωής είναι «γνώσις και θεωρία». Αυτό αλλάζει το νόημα της πίστεως. Η Χριστιανική πίστη δεν κατευθύνεται κυρίως προς το «μέλλον», αλλά μάλλον προς εκείνο που έχει ήδη εκπληρωθεί- ή, για να το πούμε πιο σωστά, προς Εκείνον τον αιωνίως παρόντα, προς το πλήρωμα της θεότητας που αποκαλύφθηκε και αποκαλύπτεται δια του Χριστού. Κατά μία έννοια, μπορεί κανείς να πει ότι ο Χριστός κατέστησε δυνατή για πρώτη φορά τη θρησκευτική γνώση, δηλαδή, τη γνώση του Θεού. Και τούτο το επέτυχε όχι ως κήρυκας ή ως προφήτης, αλλά ως «Βασιλεύς της ζωής» και ως «Αρχιερεύς» της Καινής Διαθήκης. Η γνώση του Θεού έγινε δυνατή από εκείνη την αναγέννηση της ανθρώπινης φύσεως που ο Χριστός επέτυχε με το θάνατο και την ανάστασή του.

   Αυτή η αναγέννηση ήταν επίσης μια αναγέννηση του ανθρώπινου λογικού και του ανθρώπινου πνεύματος. Κι αυτή η αναγέννηση εσήμαινε την αναγέννηση της ανθρώπινης οράσεως. Η γνώση του Θεού έγινε δυνατή μέσα στην Εκκλησία, μέσα στο σώμα του Χριστού, που είναι ο μόνος χώρος της ζωής της χάριτος. Στην Εκκλησία η αποκάλυψη γίνεται η ομολογία της Εκκλησίας.

   Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι νεώτερα από την Εκκλησία. Αυτά τα κείμενα είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε μέσα στην Εκκλησία. Είναι μια γραπτή μαρτυρία της πίστεως της Εκκλησίας, της πίστεως που διατηρείται μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία επικυρώνει την αλήθεια της Αγίας Γραφής, επικυρώνει την αυθεντικότητά της- την επικυρώνει με το κύρος του Αγίου Πνεύματος που ενοικεί μέσα στην Εκκλησία.  Και γι’ αυτό το λόγο η Εκκλησία «εφιλοσόφησε» περί Θεού – «διετύπωσε δόγματα τα οποία αλιείς είχαν ενωρίτερα διαδώσει με απλά λόγια» (από τη λειτουργία προς τιμή των Τριών Ιεραρχών). Τα «δόγματα των Πατέρων» παρουσιάζουν εκ νέου το αμετάβλητο περιεχόμενο του «αποστολικού κηρύγματος» με λογικές κατηγορίες. Η εμπειρία της αλήθειας δε μεταβάλλεται κι ακόμα δεν αυξάνεται στην πραγματικότητα, η σκέψη διεισδύει μέσα στην «κατανόηση της αλήθειας» και μεταμορφώνεται μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία.  Μπορεί κανείς να πει απλά: η Εκκλησία στον καθορισμό των δογμάτων εξέφρασε την αποκάλυψη με τη γλώσσα της ελληνικής φιλοσοφίας ή, αν προτιμά: μετέφρασε την αποκάλυψη από την Εβραϊκή, ποιητική και προφητική γλώσσα στα Ελληνικά.

  Αυτό σήμαινε, κατά μιάν έννοια, μια «εξελλήνιση» της αποκαλύψεως. Στην πραγματικότητα , όμως, ήταν και «εκχριστιάνιση» (ένας «Verkirchlichung») του Ελληνισμού. Μπορεί κανείς να μιλά για πολύ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα – πολύ συχνά και για πολύ χρόνο το ζήτημα αυτό ήλθε στο προσκήνιο και συζητήθηκε- πραγματικά, έγινε αντικείμενο συζητήσεων και διενέξεων για πολύ χρόνο και πολύ συχνά. Είναι ουσιώδες να θέσουμε εδώ μόνο ένα θέμα:
    Η Παλαιά Διαθήκη παρήλθε. Ο Ισραήλ δε δέχτηκε τη θεότητα του Χριστού, δεν αναγνώρισε το Χριστό ούτε τον ομολόγησε και «η υπόσχεση» πέρασε στους Εθνικούς. Η Εκκλησία είναι, προ πάντων, eccelesia ex gentibus («εξ εθνών Εκκλησία»). Πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό το βασικό γεγονός της Χριστιανικής ιστορίας με ταπείνωση μπροστά τη βουλή του Θεού, η οποία εκπληρώνεται στον προορισμό των εθνών. Και η «κλήση των Εθνών» σήμαινε ότι ο Ελληνισμός ευλογήθηκε από το Θεό.

   Σ’ αυτό δεν υπήρξε καμιά «ιστορική σύμπτωση»- καμιά τέτοια σύμπτωση δεν μπορούσε να βρίσκεται σ’ αυτό.  Στο θρησκευτικό προορισμό του ανθρώπου δεν υπάρχουν τυχαίες «συμπτώσεις». Οπωσδήποτε, το γεγονός παραμένει ότι το Ευαγγέλιο δίνεται σε όλους μας και για όλες τις εποχές στην ελληνική γλώσσα. Σ’ αυτή τη γλώσσα ακούμε το Ευαγγέλιο στην ολότητα και πληρότητά του. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να μεταφραστεί- αλλά πάντοτε το μεταφράζουμε από τα Ελληνικά.
  
 Και υπάρχει ακριβώς τόσο  λίγη «τύχη» ή «συμπτωματικότητα» σ’ αυτή την «εκλογή» της ελληνικής γλώσσας (ως της αμετάβλητης πρώτης γλώσσας του Χριστιανικού Ευαγγελίου), όση υπήρχε και στην εκλογή από το Θεό του Ιουδαϊκού λαού ( από όλους τους λαούς της αρχαιότητας) ως λαού «Του», υπήρχε τόσο λίγη «συμπτωματικότητα» στην «εκλογή» της ελληνικής γλώσσας όση υπήρχε στο γεγονός ότι «η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν» (Ιωάν. Δ’,22). Δεχόμαστε την αποκάλυψη του Θεού όπως έγινε. Και θα ήταν άσκοπο να ρωτούμε αν θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς.

Στην εκλογή των «Ελλήνων» πρέπει να αναγνωρίσουμε τις απόκρυφες αποφάσεις της βουλής του Θεού. Οπωσδήποτε, η παρουσίαση της αποκαλύψεως στη γλώσσα του ιστορικού Ελληνισμού με κανένα τρόπο δεν περιορίζει την αποκάλυψη. Αποδεικνύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο- ότι αυτή η γλώσσα κατείχε ορισμένες δυνάμεις και ορισμένα μέσα που βοήθησαν στη διερεύνηση και διατύπωση της αλήθειας της αποκαλύψεως.   Όταν η θεία αλήθεια εκφράζεται στην ανθρώπινη γλώσσα, οι ίδιες οι λέξεις μεταμορφώνονται. Και το γεγονός ότι οι αλήθειες της πίστεως περικλείονται μέσα σε λογικές εικόνες και έννοιες μαρτυρεί τη μεταμόρφωση του λόγου και της σκέψεως – οι λέξεις εξαγιάζονται με αυτή τη χρήση.

 Οι λέξεις των δογματικών ορισμών δεν είναι «απλές λέξεις», δεν είναι «τυχαίες» λέξεις τις οποίες μπορεί κανείς να αντικαταστήσει με άλλες λέξεις. Είναι αιώνιες λέξεις, που είναι αδύνατο να αντικατασταθούν. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες λέξεις- ορισμένες έννοιες- έχουν γίνει αιώνιες από αυτό τούτο το γεγονός ότι εκφράζουν τη θεία αλήθεια. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια αιώνια φιλοσοφία (philosophia perennis), ότι υπάρχει κάτι το αιώνιο και απόλυτο στη σκέψη. Αλλ' αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι υπάρχει μια «διαιώνιση» ενός ιδιαίτερου φιλοσοφικού «συστήματος». Για να το πούμε πιο σωστά, η ίδια η Χριστιανική δογματική είναι το μόνο αληθινό φιλοσοφικό «σύστημα».

Βέβαια τα δόγματα εκφράζονται στη φιλοσοφική γλώσσα- στην πραγματικότητα, σε μια ιδιαίτερη φιλοσοφική γλώσσα- αλλά καθόλου στη γλώσσα μιας ιδιαίτερης φιλοσοφικής σχολής. Μάλλον, μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα φιλοσοφικό «εκλεκτικισμό» της Χριστιανικής δογματικής. Και αυτός ο «εκλεκτικισμός» έχει μια πολύ βαθύτερη σημασία από εκείνη που συνήθως υποθέτει κανείς. Ολόκληρη η σημασία του συνίσταται στο γεγονός ότι επί μέρους θέματα της Ελληνικής φιλοσοφίας γίνονται δεκτά και, μέσω αυτής της εισδοχής, μεταβάλλονται στην ουσία τους, αλλάζουν και δεν μπορείς πια να τα αναγνωρίσεις. Γιατί τώρα, με την ορολογία της ελληνικής φιλοσοφίας, μια καινούρια, μια εξ ολοκλήρου καινούρια εμπειρία εκφράζεται.

Αν και τα θέματα και οι κεντρικές ιδέες της ελληνικής σκέψης διατηρούνται, όμως οι απαντήσεις στα προβλήματα είναι τελείως διαφορετικές, δίνονται βγαλμένες από μια καινούρια εμπειρία.
   Γι'  αυτό το λόγο ο Ελληνισμός δέχθηκε το Χριστιανισμό σαν κάτι ξένο και ξενόφερτο, και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο ήταν «μωρία» για τους Έλληνες («Ελλησι δε μωρίαν» Α’ Κορ.α’,23).  Ο Ελληνισμός, που σφυρηλατήθηκε μέσα στη φωτιά μιας καινούριας εμπειρίας και μιας καινούριας πίστεως, ανανεώθηκε. Η Ελληνική σκέψη μεταμορφώθηκε. Συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε όσο πρέπει όλη τη σπουδαιότητα αυτής της μεταμορφώσεως, την οποία ο Χριστιανισμός εισήγαγε μέσα στην περιοχή της σκέψεως. Αυτό συμβαίνει γιατί εν μέρει και εμείς παραμένουμε συχνά φιλοσοφικώς αρχαίοι Έλληνες, που δεν έχουμε ακόμα βιώσει το βάπτισμα της σκέψεως «εν πυρί».

  Και αντίθετα, γιατί εν μέρει είμαστε τόσο πολύ συνηθισμένοι με τη  νέα περί κόσμου άποψη, και την κρατούμε ως μια «έμφυτη αλήθεια», ενώ στην πραγματικότητα, αυτή μας δόθηκε μόνο μέσω της αποκαλύψεως.  Αρκεί να θυμηθούμε ορισμένα μόνο παραδείγματα: η ιδέα ότι ο κόσμος είναι ένα δημιούργημα, όχι μόνο ως προς τη μεταβλητή και φθαρτή άποψή του αλλά και ως προς τις πρωτογενείς αρχές του. Για την ελληνική σκέψη η έννοια των «δημιουργημένων ιδεών» ήταν αδιανόητη και αποκρουστική.

 Σχετική μ’ αυτή ήταν επίσης η Χριστιανική διαίσθηση ότι η ιστορία είναι μια μοναδική (που μια φορά μόνο συμβαίνει) δημιουργική ολοκλήρωση, μια κίνηση από μια πραγματική «αρχή» προς ένα τελικό τέρμα, μια αίσθηση για την ιστορία που δεν έχει καμιά σχέση με το στατικό πάθος της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Και η αντίληψη του ανθρώπου ως προσώπου, η έννοια της προσωπικότητας, ήταν εντελώς απρόσιτη στον Ελληνισμό ο οποίος θεωρούσε μόνο το προσωπείο (mask) ως πρόσωπο.

   Και υπάρχει, τέλος, το μήνυμα της Αναστάσεως με τη δοξασμένη αλλά πραγματική σάρκα, μια σκέψη που μόνο να τρομάξει θα μπορούσε τους Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν με την ελπίδα μιας μελλοντικής απαλλαγής του πνεύματος από την ύλη. Αυτές είναι μερικές από τις καινούριες απόψεις που αποκαλύφθηκαν με την καινούρια εμπειρία, που ξεπήδησε από την Αποκάλυψη. Είναι οι προϋποθέσεις και οι κατηγορίες μιας καινούριας χριστιανικής φιλοσοφίας. Αυτή η νέα φιλοσοφία περιλαμβάνεται μέσα στη Δογματική της Εκκλησίας.

Στην εμπειρία της πίστεως ο κόσμος αποκαλύπτεται διαφορετικά από ό,τι στην εμπειρία του «φυσικού ανθρώπου». Η αποκάλυψη δεν είναι μόνο αποκάλυψη περί του Θεού αλλά και περί του κόσμου. Γιατί το πλήρωμα της αποκαλύψεως είναι στην εικόνα του Θεανθρώπου, δηλαδή, στο γεγονός της ανέκφραστης ενώσεως του Θεού και του ανθρώπου, του θείου και του ανθρωπίνου, του Δημιουργού και του δημιουργήματος- στην αδιαίρετη και ασύγχυτη για πάντα ένωση. Το δόγμα ακριβώς της Χαλκηδόνας για την ενότητα του Θεανθρώπου είναι το αληθινό, αποφασιστικό σημείο της αποκαλύψεως, και της εμπειρίας της πίστεως και της Χριστιανικής θεωρίας.  Για να ακριβολογήσουμε: μια καθαρή γνώση του Θεού είναι αδύνατη για τον άνθρωπο, αν αυτός παραδέχεται μάταιες και ψευδείς αντιλήψεις περί του κόσμου και του εαυτού του.
  Δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτό που να εκπλήσσει. Γιατί ο κόσμος είναι η δημιουργία του Θεού και επομένως, αν κάποιος έχει μια εσφαλμένη αντίληψη για τον κόσμο, αποδίδει στο Θεό ένα έργο που δεν το δημιούργησε, επομένως αυτός εκφράζει μια διεστραμμένη κρίση ως προς τη δραστηριότητα και τη θέληση του Θεού. Μ’ αυτή την έννοια μια αληθινή φιλοσοφία είναι απαραίτητη για την πίστη. Και αφ’ ετέρου, η πίστη δέχεται ορισμένες μεταφυσικές προϋποθέσεις.


  Η δογματική θεολογία, ως η έκθεση και η εξήγηση της αλήθειας που από το Θεό αποκαλύφθηκε στην περιοχή της σκέψεως, είναι ακριβώς η βάση μιας χριστιανικής φιλοσοφίας, μιας ιερής φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας του Αγίου Πνεύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου