Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

8. ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΞΑΗΜΕΡΟ - ΤΟΥ Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ – - ΤΟ ΜΥΘΙΚΟ ΚΟΣΜΟΕΙΔΩΛΟ -


Η διήγηση της Γένεσης για τη δημιουργία του κό­σμου αναφέρεται σε τέσσερεις περιοχές! ι) στη φύση, 2) στη ζωή, 3) οτον άνθρωπο και 4) στην (παραδείσια) κοινωνία. Αυτό που δεσπόζει κυρί­αρχα στη διήγηση είναι βέβαια η στενή εξάρτηση όλων αυτών των περιοχών από το δημιουργό Θεό. Η εξάρτηση αυτή από τη μια μεριά περιορίζει την αναφορά του κόσμου αποκλειστικά σε μια κατεύθυνση, πού είναι η θεία πραγματικότητα, ανεξάρτητη από το σύμπαν και συνάμα παρούσα σ' αυτό, και από την άλλη λευτερώνει κάθε γωνιά και πτυχή της κτίσης από οποιαδήποτε δαιμονική και μαγική επιρροή. Το ξαστέρωμα αυτό του κό­σμου από την απελευθέρωση αυτή του δίνει μια τέτοια φωτεινότητα, ώστε όλα να είναι καθαρά και αποσαφηνισμένα. Μόνο ό Θεός και ό κόσμος υπάρχουν σ' αυτή την εξάρτηση και τίποτε άλλο. Ότι το γεγονός αυτό είναι αποτέλεσμα μιας θέας του κόσμου με τη ματιά ενός ολοκληρωμένου πιστού και όχι κρυπτοειδωλολάτρη ή υποκριτή, αυτό είναι άλλο θέμα.
  Η εικόνα αυτή της Αγίας Γραφής παρουσιάζεται ατόφια και στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, όπου βέβαια, η συμβολική, εικονική και παραβολική γλώσσα των αγιογραφικών κειμένων αλλάζει κατά ένα μεγάλο μέρος με τη γλώσσα των….. και της επιστήμης. Ωστόσο και με τη γλώσσα αυτή δεν χάνεται το ζωντανό υφάδι μιας καθολι­κής (μυθικής) παράστασης, η οποία παρουσιάζει την ενιαία πραγματικότητα Θεού και κόσμου. Ή ενιαία αυτή πραγματικότητα τελικά δεν μπορεί ποτέ να παρασταθεί εξολοκλήρου μόνο με την εξειδικευμένη επιστημονική ή με την εννοιολο­γική φιλοσοφική γλώσσα.
  Ξεκινώντας από τις παραπάνω δύο προϋποθέ­σεις ως κληρονομιά της πατερικής παράδοσης, 1) την ανάγκη αλλαγής της γλώσσας με μια άλλη και 2) τη διατήρηση μιας καθολικής (μυθικής) παράστασης, μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον τρόπο με τον οποίο ένας θα έγραφε σήμερα μια σύγχρονη Εξαήμερο, αν ήθελε βέβαια και εν­διαφερόταν να παρουσιάσει τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και όχι κάποια δική του ιδεολογία. Εδώ θα αναφέρουμε μερικές αρχές και γενικές παρατηρήσεις.
  Πρώτα πρώτα είναι απαραίτητο να κινηθεί σ' αυτές τις τέσσερεις περιοχές, φύση, ζωή, άν­θρωπος και κοινωνία, όπως τις συναντάμε με λιτό και απλό τρόπο περιγραφόμενες στη διή­γηση της Γένεσης και όπου σήμερα γίνονται οι εκρηκτικές και ραγδαίες επαναστατικές αλλαγές στη θεωρία και την πράξη. Αυτό πού μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας εύκολα είναι το γεγονός ότι το σύγχρονο κοσμοείδωλο είναι, αντιμυθικό, παρ' όλη την ομολογία των σοφών επιστημόνων ότι το σύμπαν κρύβει πολλά μυστήρια.
   Τα μυστή­ρια αυτά είναι περισσότερο γνωστές δομές και λειτουργίες του σύμπαντος. Και αυτό βέβαια δεν σημαίνει διόλου ότι δεν είναι μυστήρια με τη φιλοσοφική και μυθική γλώσσα. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις, και ίσως με εξαίρεση τις επιστη­μονικές και φιλοσοφικές μεγαλοφυίες, παρατη­ρείται μια επίμονη κυριαρχία ενός ορθολογικού συγκεντρωτισμού, πού θέλει να εξηγήσει το σύ­μπαν με εξειδικευμένες και κατακερματισμένες έρευνες. Έτσι υπό το πρίσμα αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύγχρονο κοσμοείδωλο είναι αντιμυθικό - όχι φυσικά εξαιτίας της απουσίας των μυθικών παραστάσεων της αρχαιότητας.
Μπορούμε επίσης να πούμε ότι το σύμπαν σήμε­ρα, όπως το βλέπει τουλάχιστο ο άνθρωπος, είναι μάλλον άποειδωλοποιημένο. Αυτό το σημείο είναι όχι μόνο θετικό για τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και η πεμπτουσία του έργου της. Ο Χριστι­ανισμός δεν πολεμάει το μυθικό αλλά το ειδωλο­λατρικό στοιχείο. Το παλιό κοσμοείδωλο ερχόταν σε αντίθεση με το Χριστιανισμό, πού δεν μπο­ρούσε βέβαια να το γκρεμίσει μεμιάς, όχι για το μυθικό του στοιχείο, αλλά για το ειδωλολατρικό. Έτσι σήμερα ό Χριστιανισμός πρέπει να νιώθει, ας το πούμε έτσι, πιο άνετα και να μην ασφυκτιά σε κλειστά περιγράμματα, μια και δεν υπάρχει το ειδωλολατρικό κοσμοείδωλο. Ωστόσο το αντι-μυθικό στοιχείο του σημερινού κοσμοειδώλου, στις περισσότερες τουλάχιστο περιπτώσεις, είναι κάτι πού δεν συμφωνεί με τη χριστιανική διδασκαλία πού θα ήθελε μια καθολική και ενιαία θεώρηση του σύμπαντος, όπως κάνει το ζωντανό υφάδι του μύθου. Πάντως το σημερινό κοσμοείδωλο είναι πιο κοντά στη χριστιανική διδασκαλία και πιο πρόσφορο να δεχτεί τη «χριστιανική θεώρη­ση», μια και είναι απελευθερωμένο από μαγικές δυνάμεις, ορθολογοποιημένο και ξαστερωμένο από τα σκοτάδια της διαρχίας.
[1] ΦΥΣΗ-ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Η φύση, μολονότι κρατάει πολλά μυστικά της και ίσως μείνει ανένδοτη για πάντα, προδίδει αρκε­τά στους επιστήμονες ερευνητές πού βάζουν το δάχτυλο στους τύπους της εσώτατης δομής της ανόργανης και οργανικής ύλης, στα άτομα και τα κύτταρα. Η επιστήμη προχωράει με επαναστατι­κές μετατροπές αντιλήψεων και θεωριών τόσο στον τομέα της φύσης όσο και στον τομέα της ζωής. Είπαν ότι ό δέκατος ένατος και ό εικοστός αιώνας ήταν αιώνες της φυσικής· ο εικοστός πρώτος 9α είναι της βιολογίας. Φυσική και βιο­λογία κάνουν επίπονο δρόμο για να ερμηνεύσουν την εσώτατη δομή της πραγματικότητας, χωρίς να απομακρύνουν τις βλέψεις και τις φιλοδοξίες από τις μακρές διαστάσεις της πραγματικότητας. Έτσι, έρευνα γίνεται με την ίδια ταχύτητα και επαναστατικότητα τόσο στο μακρόκοσμο όσο και στο μικρόκοσμο.
  Ό Μ. Βασίλειος είχε φυσικά να αντιμετωπίσει κά­ποια ποικιλία επιστημονικών απόψεων για τον κόσμο, την προέλευση του και τις ιδιότητες της ύλης, αλλά κυρίως ενδιαφερόταν να αποκρούσει το άναρχο της δημιουργίας και συγκεκριμένα την άποψη ότι ο δημιουργός Θεός στην προ­ϋπάρχουσα άμορφη ύλη συγκόλλησε το είδος σαν μορφοποιητική δύναμη. Σήμερα βρισκόμα­στε μπροστά σε μια μεγαλύτερη ποικιλία από­ψεων και θεωριών και το κυριότερο σε διαρκείς έρευνες πού επισημαίνουν περισσότερα απλά ή πολύπλοκα μυστικά του μακρόκοσμου και του μι­κρόκοσμου. Στην αντιμετώπιση ή καλύτερα στην προσπάθεια για αφομοίωση του επιστημονικού και φιλοσοφικού υλικού χρειάζεται περισσότε­ρη προσοχή και ευστροφία, για να πλαστεί ως εκφραστικό όργανο της χριστιανικής αλήθειας μια γλώσσα δυναμική και εξελισσόμενη, μια και ή πορεία των κατακτήσεων ή αναθεωρήσεων προς το παρόν τουλάχιστο φαίνεται δυναμική και ακατάπαυστη
 Η φυσική εδώ και δεκαετίες έχει κάνει τολμηρές αναζητήσεις στο χώρο της ύλης. Οι επιστήμονες προσπάθησαν να την ορίσουν ή να την περιγράψουν  Δεν έχουμε πια μπροστά μας την απλή και κάπως δογματική άποψη του Αριστοτέλη για την ύλη και το είδος. Ό νν. Ηeisenberg ωστόσο δεν διστάζει να πει ότι υπάρχουν πολλές δυσκολίες ως προς τον ορισμό και τον καθορισμό της ύλης. Πάντως οι ανακαλύψεις και θεωρίες, πού έγιναν τον εικοστό αιώνα, κλόνισαν την «υλιστική» εικό­να στη δομή του κόσμου, όπως τη διαμόρφωσαν κατά το δέκατο ένατο αιώνα. Κατά την υλιστική αντίληψη τα άτομα της ύλης, αμετάβλητα πά­ντοτε κινούνται στο χώρο και το χρόνο σε μια νομοτελειακή διάταξη, η οποία και φανερώνει τα φαινόμενα του αισθητού κόσμου

Ή βάση του υλιστικού οικοδομήματος ήταν η αρχή ότι τα άτομα αυτά αποτελούσαν την αντικειμενική πραγματικότητα. Αλλά με την ανακάλυψη της ρα­διενέργειας, της κοσμικής ακτινοβολίας, έφτασαν οι επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι τα άτομα της χημείας δεν μπορούσαν να θεωρηθούν τα έσχατα και κλειστά δομικά ατοιχεία της ύλης· κατέληξαν στην άποψη ότι είναι σύνθετα από τρία βασικά στοιχεία: το πρωτόνιο, το νετρόνιο και το ηλε­κτρόνιο. Τα ελάχιστα αυτά δομικά στοιχεία της ύλης δεν ακολουθούν την ίδια νομοτέλεια, όπως τα στοιχεία του μακρόκοσμου. Αρχίζει λοιπόν να κλονίζεται ή αντικειμενική πραγματικότητας/ Έπειτα ή θεωρία της σχετικότητας «μας έμαθε ότι ή ύλη αντιπροσωπεύει απέραντες αποθήκες ενέργειας και ότι ή ενέργεια αντιπροσωπεύει ύλη». Επιπλέον δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στη μάζα και την ενέργεια/Ετσι ή φυσι­κή του μικρόκοσμου κλόνισε την αντικειμενικότη­τα, τη συνέχεια και την αιτιοκρατία της φυσικής του μακρόκοσμου ή καλύτερα παράλληλα με δλα αυτά, πού Ισχύουν στον μακρόκοσμο, άνοιξαν και άλλες πόρτες για τη γνώση μυστικών της δομής του σύμπαντος και συγκεκριμένα της ύλης.
     Κατά συνέπεια μια θεολογία πού επιδιώκει να κατασκευάσει γλωσσικό όργανο για την έκφρα­ση της αλήθειας, πού αναφέρεται στη διήγηση της Γένεσης, δεν έχει μπροστά της την απλή αριστοτελική άποψη για την ύλη, αλλά μια επι­στημονική γλώσσα δυναμική και εξελισσόμενη· και ή θεολογική γλώσσα πρέπει να έχει την ίδια ευλυγισία. Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της θεολογίας αυτής θα είναι το αριστοτεχνικό ντύσι­μο της βιβλικής αλήθειας με τη δυναμική γλώσσα πού θα κατασκευάσει. Ή λειτουργία της θεολογίας λοιπόν είναι κάτι παραπάνω από μια έρευνα και μια κατάταξη γνώσεων. Είναι και ένα ντύσιμο της αλήθειας ή κατά τη ρήση του Χριστού μια τοποθέτηση του πάντοτε νέου οίνου σε νέους ασκούς. Η παραπάνω εικόνα της φύσης και της ύλης, όπως την παρουσιάζει ή επιστήμη, είναι ίσως περισσότερο ευνοϊκή, γιατί έχει το δυναμικό χαρακτήρα.
   Ωστόσο χρειάζεται περισσότερη προ­σοχή στο πλάσιμο της γλώσσας και στο ντύσιμο της αλήθειας. .Η φυσική έρευνα σήμερα, ενώ δεν θέτει κατά κανόνα πρόβλημα ύπαρξης ή μη δημιουργού, αλλά μόνο τρόπο γένεσης του σύμπαντος και κίνησης αυτού κατά την ύλη και την ενέργεια, προσπαθεί να υπερβεί μια άχρηστη, όπως την πιστεύει, δυαδικότητα ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο ό σύγχρο­νος θεολόγος να παγιδευτεί και. να νομίσει ότι αυτό το πράγμα θα μπορούσε να είναι υλισμός, γιατί κατά την πατερική διδασκαλία δεν μπο­ρεί να υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, αφού και τα δυο είναι κτιστά δημιουργήματα. Ο………θέτει το ερώτημα, αν στον άνθρωπο είναι συνδεδεμένο και «πνεύμα» με την ύλη του εγκεφάλου. «Δι­ότι τα στοιχεία άνθρακας, υδρογόνο, οξυγόνο, άζωτο και φωσφόρος, πού υπάρχουν στο μυαλό, δεν είναι διαφορετικά από αυτά πού εμφανί­ζονται παντού άλλου στη γη». «Έτσι λοιπόν στη νεότερη φιλοσοφική βιβλιογραφία», συνεχίζει ό Ηeizenberg, «πρέπει είτε να τη συνιστούμε σαν ορθή (μια τέτοια σκέψη), ή τουλάχιστο σα λογική είτε, προς αποφυγή της, να αναπτύσσουμε ένα αποφασιστικό και αγεφύρωτο δυαδυσμό μεταξύ πνεύματος και ύλης».
      Αυτή λοιπόν η υπέρβαση της δυαδικότητας ανά­μεσα στην ύλη και το πνεύμα δεν είναι διόλου αντίθετη προς τη χριστιανική διδασκαλία, αντί­θετα ως σχήμα και παράσταση είναι περισσότερο προσαρμοστική στο περιεχόμενο της θεολογίας. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή, για να μην πέσει ή θεολογία στην παγίδα και θεωρήσει μια τέτοια άποψη υλιστική. Η θεολογία άλλωστε κινδύνεψε και δυσκολεύτηκε με την πλατωνική δυαρχία, τελικά όμως την ξεπέρασε. Πολύ πιο αποδοτικά μπορεί να κινηθεί σ' αυτή τη μανιάτικη αντίληψη για την ύλη και το πνεύμα, μια και η κύρια βάση της θεολογίας, στο σημείο αυτό, είναι η διαβάθ­μιση της δεκτικότητας, ως προς τη μετοχή και τη γνώση του Θεού, των κτιστών όντων και όχι η διαρχία ύλης και πνεύματος.
  Πέρα από την άρση της παραπάνω δυαδικότη­τας, πού είναι ευνοϊκή γλώσςα για τη θεολογία, το δυναμικό κοσμοείδωλο προσφέρεται για μια καλύτερη θεώρηση της αποειδωλοποιημένης κτίσης. Στο δυναμισμό αυτό, όπου το κυριότε­ρο ρόλο διαδραματίζει ο ρόλος ύλης ενέργειας, πρέπει να εφαρμοστεί η φιλοσοφική θεώρηση πού αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σε μια καθολική εποπτεία και όχι κομματιασμένη σε εξειδικευμένα μέρη, που τα προβάλλει η από­λυτη και συγκεντρωτική εξουσία του λόγου. Εί­ναι καιρός ο λόγος να πάρει τη δικαιοδοσία πού του ανήκει, με άλλα λόγια να περιοριστεί στη δική του λειτουργία, μέσα στην ενότητα της όλη ενεργειακής δομής του κόσμου. Εξάλλου, ως προς την ακρίβεια της ορθολογικής παρατήρησης του κόσμου, είναι γνωστό ότι η εικόνα πού έχουμε δεν είναι μια εικόνα για τον κόσμο, αλλά για τη σχέση μας με τον κόσμο. Και αυτό το σημείο είναι μια πολύ ευνοϊκή προϋπόθεση για τη σύγχρονη θεολογική γλώσσα.
                                     
                           
                              [2]  ΖΩΗ ΒΙΟΛΟΠΑ

   Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ό κόσμος της βιολογίας, που προσπαθεί να διεισδύσει στις έσχατες και εσώτατες δομές της πραγματικότητας. Το φαινόμενο της ζωής και ή προέλευση της είναι από τα πιο επίμαχα προβλή­ματα της σχετικής έρευνας. Σε σχέση προς αυτά, επιχειρείται τολμηρή προσπάθεια ακόμη και για τη ρύθμιση της ίδιας της πορείας της ζωής. Στη φιλοδοξία αυτή βρίσκεται ένας μεγάλος κίνδυ­νος πού απειλεί τη ζωή με αυτοκαταστροφή ή εκτρωματική αλλοίωση. Ωστόσο υπάρχει και ό καλός σκοπός πού αποβλέπει στην ανύψωση της ποιότητας της ζωής. Στο σημείο αυτό η Θεολογία δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητη και πριν προχω­ρήσει να εκφράσει το δικό της μήνυμα, οφείλει να ξέρει καλά και στις λεπτομέρειες όλες αυτές τις απόπειρες γύρω από το φαινόμενο της ζωής, ώστε αυτή να προδώσει όλες τις δυνατότητες της και όλα τα μυστικά της.
  
    Ή έρευνα δεν περιορίζεται μόνο στην εξονυχι­στική εξέταση των έσχατων δομικών στοιχείων της ζωής, αλλά και στη διαφώτιση του μυστηρίου πού βρίσκεται στο μεθόριο μεταξύ ανόργανης και οργανικής ύλης... Εδώ ίσως και πάλι είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι υπάρχει κίνδυνος παγίδας· να νομίσει δηλ. η θεολογία ότι πρέ­πει να διατηρήσει την δυαδικότητα οργανικού και μη οργανικού στοιχείου, πράγμα πού είναι μάλλον δοσπροσάρμοστο στη θεολογική σκέψη, ^ανατονίζουμε εδώ την ίδια άποψη πού είπαμε και για το πρόβλημα της δυαδικότητας ύλης και πνεύματος, ξεκινώντας από τη διδασκαλία για τη δημιουργία από το μηδέν μια θέση κλειδί για τη θεολογία, δεν μπορούμε να πούμε ότι ένα ον είναι αθάνατο εξαιτίας της φύσης του και της στόφας αυτής της φύσης· είναι αθάνατο εξαιτίας της δεκτικότητας πού έχει να μετέχει και να δέ­χεται την αθανασία από τον θεό. Κατά συνέπεια κάθε κτιστή πραγματικότητα αξιολογείται μόνο ως προς τη δεκτικότητα της και όχι ως προς την ιδιαίτερη φύση της. Άλλωστε μια και όλα έχουν κτιστή φύση, διαφοροποιούνται μόνο ως προς τη δεκτικότητα μετοχής ή μη στη θεία ζωή. Έτσι λοιπόν 8α δούμε τη ζωή στον κόσμο και όχι υπό το πρίσμα της δυαδικότητας οργανικού και μη οργανικού στοιχείου.

      Αυτό πού πρέπει όμως να τονίσει ή θεολογία είναι η προτεραιότητα της ζωής, όπως την πα­ρατηρούμε μέσα στη φύση. Όλα καθορίζονται από τους νόμους με τους οποίους εκδηλώνεται η δραστική κίνηση των ζωντανών οργανισμών, τόσο στο φυτικό όσο και στο ζωικό βασίλειο. Με άλλα λόγια, μπορούμε να μελετούμε όλους τους παράγοντες, γεωγραφικούς, κοινωνικούς κ.ά., ποτέ όμως να μην παραβλέπουμε ότι η ζωή έχει δικούς της νόμους, πού κατά κάποιο τρόπο προη­γούνται. Όπως ήδη είδαμε και ή εξέλιξη ακολου­θεί πρώτα τους νόμους της γενετικής και έπειτα αυτό πού λέγεται πρόκληση του περιβάλλοντος. Αυτή ή ιδιαιτερότητα της ζωής, τουλάχιστο στην αναπτυγμένη της μορφή, υπενθυμίζει στον άν­θρωπο κατά τρόπο επίμονο και πρωταρχικό ότι πρέπει να δει μία ιερότητα σ' αυτό πού είναι και λέγεται ζωή. Άλλωστε η ζωή κάθε μορφής, από το πρωτόπλασμα ως τις πιο εξελιγμένες μορ­φές στα ανώτερα θηλαστικά και κυρίως στον άνθρωπο, είναι ο καθρέφτης του σύμπαντος, ως προς αυτό πού λέμε ενεργειακή δομή σε μια ολότητα και ενότητα. Ή παραμικρή δια­ταραχή σ' αυτή τη δομή προκαλεί τη νόσο και τη βαθμιαία φθίση σ' έναν οργανισμό.

     Με άλλα λόγια ή ζωή μας διδάσκει ότι συγκε­ντρωτισμός μιας λειτουργίας, ακόμη και του λόγου, μέσα σ' αυτή τη λειτουργική ενότητα, σημαίνει διατάραξη της ενεργειακής ολότητας και ενότητας, δηλ. δυσλειτουργία, αρρώστια και θάνατο. Τη χαρακτηριστική αυτή εικόνα μας τη δίνει σήμερα ανάγλυφη η επιστήμη της βιολο­γίας, η γνώση της ίδιας της ζωής.














[3]   ΑΝΘΡΩΠΟΣ

  Υστερα από τη φύση και τη ζωή τρίτο και τέταρτο σκαλοπάτι είναι ό άνθρωπος και η κοινωνία. Ούτε η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον άνθρωπο και την κοινωνία έξω και ανεξάρτητα από τη φύση και τη ζωή. Έτσι ακριβώς και η σημερινή επιστήμη βλέ­πει τα πράγματα, μόνο πού αυτή ψάχνει να βρει έναν παράγοντα Χ, στην ύλη ή στην ενέργεια, ο οποίος συνέχει και συγκροτεί αυτή την ενότητα και ομοιογένεια μέσα στην ποικιλία και τις δια­βαθμίσεις. Η θεολογία μπορεί με πολλή άνεση να καθορίσει αυτόν τον κοινό παράγοντα πού εξασφαλίζει την ενότητα και την ομοιογένεια: είναι η κτιστότητα των όντων.

    Η διαφοροποίηση κατά την κίνηση, την ενέργεια και την εξελικτι­κή πορεία στηρίζεται στο γεγονός της αιφνίδιας ανάδυσης διαφορετικής δεκτικότητας ως προς την τελείωση των κτισμάτων, σε σχέση προς τη μετοχή στη θεία ζωή. Το ανώτερο σκαλοπάτι της ζωής η επιστήμη το περιγράφει σαν κάτι πού είναι προικισμένο με συνείδηση, ελευθερία και δυνατότητα προσωπικής κοινωνικότητας. Η θεολογία αυτή τη συνείδηση, την ελευθερία και την κοινωνικότητα τις εντοπίζει κατ' αρχήν ι) στο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού και 2) στη δυνατότητα του ανθρώπου να κυριαρχήσει πάνω στη φύση.

   Από άποψη επιστημονική υπάρχουν εξάπαντος προβλήματα, δυσεπίλυτα ή ακόμη και άλυτα, στον καθορισμό της σχέσης και κυρίως της ποιοτικής διαφοράς ανάμεσα στην άλογη και έλλογη, στην απρόσωπη και προσωπική ζωή. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τους στενούς και μάλιστα οργανικούς κρίκους πού συνδέουν την πρώτη μορφή ζωής με τη δεύτερη. Αλλά ούτε μπορεί να αρνηθεί και την κατά κάποιο τρόπο, αλματώδη διαφορά. Στο σημείο αυτό βέβαια ή εξελικτική θεωρία έχει κάποια άνεση, υιοθετώ­ντας όχι την ποσοτική και προσθετική αλλαγή από τη μια μορφή στην άλλη, αλλά τη διαλεκτι­κή και απότομη αλλαγή πού από ποσοτικές και προσθετικές αλλοιώσεις φτάνει σε κάτι ποιοτικά διαφορετικό και ανώτερο.

   Αλλά το σημείο αυτό προκαλεί πολλή συμπάθεια και στη θεολογική σκέψη, μια και σχηματικά του­λάχιστο συμφωνεί με την πρόοδο της δημιουργί­ας, όπως την παρουσιάζει ή διήγηση της Γένεσης. Ο άνθρωπος γίνεται από το (χώμα) αλλά έχει τη θεία πνοή και γίνεται πολίτης της παραδείσιας κοινωνίας· ξαφνικά πήρε το προβάδισμα μέσα στη φύση και τη ζωή, έχοντας όχι μόνο ανώτερα όρ­γανα βιολογικής υφής, αλλά και χαρίσματα όπως το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν, το κυρίαρχο πάνω στη φύση και το δικαίωμα πολιτογράφησης στην παραδείσια κοινωνία. Εδώ λοιπόν βρίσκεται το ποιοτικά διαφορετικό της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με την υπόλοιπη κτίση.

   Αλλά, όπως για την επιστήμη και την απλή εμπειρική παρατήρηση, έτσι και για τη θεολογία η ποιοτική αυτή διαφορά, ενώ με κανέναν τρόπο δεν σπάζει τους κρίκους και τους δεσμούς της ανθρώπινης ζωής με τη φύση και την απρόσωπη ζωή, ανατρέπει ή τουλάχιστο συγκρούεται με τη φυσική και βιολογική νομοτέλεια. Παίρνουμε ένα παράδειγμα από τη βιολογία· ξέρουμε ότι η φυσική επιλογή και η επιβίωση του ισχυρότερου είναι νόμος της φύσης· οι πιο γεροί οργανισμοί ζευγαρώνονται και οι πιο δυνατοί επιβιώνουν. Σε μια οργανωμένη κατά έλλογο τρόπο κοινωνία δεν ισχύουν αυτά, σε πολλές περιπτώσεις από την καθαρή σκοπιά της βιολογικής πραγματικότητας. Οι πιο αδύνατοι μπορούν να ζευγαρωθούν και οι πιο ανίσχυροι να επιβιώσουν.

   Αλλα παραδείγματα θα μπορούσε κανείς να ανα­φέρει την τάση ατομικής και ομαδικής αυτοκατα­στροφής και την καταπίεση ή τον περιορισμό των ενστίκτων της αυτοσυντήρησης και του έρωτα, μολονότι υπάρχουν άφθονα αποθηκευμένα αγαθά και δυνατότητες ερωτικής ζωής. Και θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και άλλα αξιοπρόσεχτα παραδείγματα, όπου φαίνεται ότι ο άνθρωπος στην κοινωνική του υπόσταση με τη συνείδηση, τη γνώση και την ελευθερία ξεπερνάει ή ακό­μη και αντιστρατεύεται το φράγμα του βιολογι-σμού. Με άλλα λόγια, αυτή η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην άλογη και έλλογη ζωή είναι ένα πολύτιμο και ακριβό τίμημα πού καλούνται να το καταβάλουν τα λογικά όντα, για να ζήσουν μια άλλη ζωή πού διαφέρει και δεν διαφέρει από την άλογη ζωή.

   Το σημείο αυτό, ενώ για την επιστήμη αποτε­λεί απλώς ένα αντικείμενο περιγραφής ή μιας ερμηνείας με λίγο ενδιαφέρον για τη θεολογία αποτελεί κάτι το πολύ βασικό. Πρόκειται για την ελευθερία των λογικών όντων (μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας εξέλιξης από υλικές διαφορο­ποιήσεις), η οποία τα καθιστά επιτέλους ικανά για συνδημιουργία σε σχέση με το δημιουργό Θεό. Ένας είναι ο δημιουργός και αναρίθμητοι οι κτιστοί συνδημιουργοί. Αυτή είναι η κατάληξη και η ολοκλήρωση του μυστηρίου της δημιουρ­γίας. Σύμφωνα με τις θεολογικές προϋποθέσεις καταλαβαίνει κανείς εύκολα, γιατί η ελευθερία της έλλογης και προσωπικής ζωής είναι από τη μια μεριά καταστροφική και από την άλλη δημιουργική. Μία κίνηση κατευθείαν προς την εξελικτική ολοκλήρωση, χωρίς δυνατότητα επι­λογής, άρνησης και καταστροφής ακόμη, δεν θα ήταν ούτε λογική ούτε ελεύθερη. Θα ήταν όπως του φυτού, του ζώου και μιας μηχανής.

    Η ελευθερία λοιπόν δεν είναι αντίθετη προς τη φυσική και τη βιολογική σφαίρα κατά την υφή της, αλλά κατά τη δυνατότητα της να κινηθεί προς την ολοκλήρωση ή να μην κινηθεί. Γι' αυτό μπορεί να αντιστρετευθεί το φυσικό και βιολογικό νόμο, αλλά να πληρώσει ακριβά αυτή την αντι-στράτευση, μια και η δομή, όπως σημειώσαμε, της έλλογης και της άλογης ζωής κατά τη φύση δεν διαφέρουν. Αυτό λοιπόν είναι το δράμα και το μεγαλείο του ανθρώπου: παραμένει σε όλα του φυσικό και βιολογικό όν, έχοντας συνάμα και τη δυνατότητα, παράλληλα προς την πορεία της υψηλής προσωπικής και κοινωνικής δημιουργίας, να πει όχι στην ίδια του τη φυσική και βιολογική υποδομή. Το αποτέλεσμα είναι εμπειρικά διαπι-στωμένοΗ ο άνθρωπος έχει ατέλειες, πληγές και φριχτές αποτυχίες που με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να τις εντοπίσουμε στο φυτικό και το ζωικό βασίλειο.


  
[4]   ΚΟΙΝΩΝΙΑ

  Ττο σημείο αυτό με το δίκιο μας θυμόμαστε τα θαυμάσια ηθικολογία του Μ. Βασιλείου. Διαπι­στώνει με κάποιο πάθος ο επίσκοπος Καισαρείας το θλιβερό γεγονός ότι εμείς οι άνθρωποι σε σχέση με την άλογη φύση είμαστε σε κατώτερη μοίρα.Λεν μπορούμε να φτάσουμε τη σοφία τους, την ηθική και την κοινωνικότητα τους. ξαναθυ­μίζουμε, μια και το απαιτεί επίμονα η περίπτωση αυτή, την υψηλή πολιτική φιλοσοφία του Μ. Βασι­λείου. Βρίσκει ότι ο άνθρωπος ούτε την κοινωνία των μελισσών μπορεί να φτάσει ή να μιμηθει γιατί αυτή κάνει αρχηγό τον κατά φύση πρώτο και δεν τον εκλέγει διαμέσου του άκριτου όχλου ούτε τον εγκαθιστά με κλήρο ούτε και τον χρίει βασιλιά πορφυρογέννητο.

   Άλλωστε η μεγάλη κοινωνική κακοδαιμονία και το πλήθος των πολιτικών ουτοπιών γεννήθηκαν από τις ατέλειες αυτές που δεν έχουν τα άλογα ζώα στην κοινωνικότητα τους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι στην πρωτόγονη (ανθρώ­πινη) κατάσταση η εξουσία λειτουργεί πιο σωστά, φυσικά και κοινωνικά. Αρχηγός βγαίνει κατά κα­νόνα ο πιο άξιος και δυνατός, κάτι λοιπόν στις κοινωνικές μας σχέσεις δεν πάει καλά, όπου ο πρώτος κατά τη φύση αντικαθιστάται με τη συμ­βατική κρατική εξουσία, την οποία έχουν στηλι­τεύσει με άγριο τρόπο όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι του αναρχισμού σαν κάτι που ποδοπατάει την αληθινή κοινωνικότητα. Μήπως αυτό το πράγμα που λέει ο Μ. Βασίλειος δεν επισημαίνει ο φι­λόσοφος Μ. bakunin  που θεωρεί την κρατική εξουσία σαν βρόχο στη ζωή της κοινωνικότη­τας. Όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Βakunin και τους ομοίους του, αλλά δύσκολη είναι η συμφωνία ως προς τον τρόπο πού θα βρούμε μια προσωπική, ελεύθερη και φυσική κοινωνικότητα πού δεν υπακούει στην κρατική εξουσία. Γιατί μια τέτοια κοινωνικότητα, όπως είναι των μελισσών…………………., είναι ή βασιλεία του Θεού ή οποιοδήποτε άλλο Ιδανικό μιας πολιτικής ουτοπίας, από τον Πλάτωνα ως τον τελευταίο πολιτικό φιλόσοφο της σύγχρονης εποχής.

   Μια κοινωνική φιλοσοφία, όπως και ή θεολογική θεώρηση της κοινωνικής ζωής, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να παραλείπει την εξέταση των αβυσσαλέων πλεγμάτων του ψυχικού κόσμου - ανεξάρτητα από το κατά πόσο ευθύνονται γι' αυτά οι κοινωνικές καταπιέσεις του εγωκεντρι­σμού και της εκλεπτυσμένης προσαρμοστικής συμπεριφοράς του άνθρωπου με την υποκριτι­κή και ειδωλολατρική ζωή. Αυτά τα σημεία δεν πρέπει να τα χάνει από το οπτικό της πεδίο κα­μιά φιλοσοφία και καμιά θεολογική θεώρηση της κοινωνικότητας. Είχαμε πει παραπάνω ότι το αποειδωλοποιημένο σημερινό σύμπαν, (όπως το βλέπει ό άνθρωπος δηλαδή) είναι κάτι πολύ ευνοϊκό και σύμφωνο με τη χριστιανική διδασκαλιά. Ο άνθρωπος ξαστέρωσε και λευτέρωσε κάθε γωνιά του σύμπαντος από διαβολικές και μαγικές δυνάμεις- έπαυσε να λατρεύει ξόανα και φυσικά αντικείμενα. Αυτό είναι πολύ σωστό και πράγματι η άποειδωλοποιημένη εικόνα του σύμπαντος είναι πολύ ελκυστική.

   Ωστόσο ό άνθρωπος όχι μόνο δεν ξαστέρωσε και λευτέρωσε την εγωκεντρική του εστία, αλλά τη φόρτωσε με λογιώ λογιώ ραφιναρισμένα εί­δωλα δύναμης και υποκρισίας. Ή ειδωλολατρία στο εσωτερικό του ανθρώπου πήρε μια εκλε­πτυσμένη και αδιόρατη μορφή πού κατατρώγει ανελέητα τη φυσική και χαρισματική κοινωνι­κότητα. Οι φιλόσοφοι του αναρχισμού κάνουν κήρυγμα να επιστρέψουμε ή να βρούμε ή να δημιουργήσουμε τη φυσική κοινωνικότητα- οι χριστιανοί συμφωνούν με τη φυσική κοινωνικό­τητα, λέγοντας την μάλιστα χαρισματική. Στην κοινωνικότητα αυτή, το εγωκεντρικό άτομο είναι πρόσωπο και επιτελεί μια ειδική αναντικατάστατη λειτουργία, ως χαρισματική δύναμη για όλο το κοινωνικό σώμα.
     Η θεολογία διαλεγόμενη σήμερα με τους ψυχολό­γους, τους πολιτικούς φιλοσόφους και τους κοινωνιολόγους οφείλει να έχει ξεκαθαρισμένες τις παραπάνω θέσεις ως προς την προσωπική και κοινωνική ζωή. Τελικά θα δει τον άνθρωπο εξάπαντος όχι μόνο σε στενή σχέση προς τη φύση και τη ζωή, αλλά και προς το Ιστορικό γίγνεσθαι και την κοινωνία, όπως την κατα­σκευάζουν οι ιδεολογίες και οι αγώνες. Και εδώ πρέπει να άρουμε πια μια δυαδικότητα, ανάμε­σα στον εσωτερικό και εξωτερικό άνθρωπο, στο πρόσωπο και την κοινωνία, στις προσωπικές και ιστορικές διαστάσεις, όπως το πραγμάτωσαν η επιστήμη και η φιλοσοφία στο χώρο της ύλης και του πνεύματος, της οργανικής και μη οργανι­κής πραγματικότητας. Δυαδικότητα ανάμεσα στο πρόσωπο και την κοινωνία είναι κάτι έξω από τα πράγματα. Δεν μπορεί να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Ούτε το πρόσωπο κάνει την κοινωνία ούτε ή κοινωνία το πρόσωπο- είναι ένα υφάδι προσωπικής και κοινωνικής διάστασης, όπως το σώμα και ή ψυχή, η ύλη και το πνεύμα, η οργα­νική και ανόργανη πραγματικότητα. Διαστάσεις και διαχωρισμοί αυτών των ενοτήτων αποτελούν διαρρήξεις της ενότητας του ενεργειακού πλέγ­ματος του σύμπαντος και της ζωής- πρόκειται για αρρώστια, αλλοτρίωση, αποξένωση από τη θεία ζωοποιό ενέργεια. Ή θεολογία οφείλει να καταπολεμήσει τέτοιες «σχιζοφρενικές» τάσεις τόσο μέσα στο χώρο του πολιτισμού όσο και μέσα στο δικό της χώρο

Τελικά μια σύγχρονη Εξαήμερος μπορεί να έχει ως πρότυπο την πολύ σύγχρονη για τον καιρό της Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου. Το βασικό χαρα­κτηριστικό μιας τέτοιας Εξαημέρου δεν είναι μόνο εγκεντρισμός της επιστημονικής και φιλοσοφι­κής γλώσσας στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ο κατ' εξοχήν τονισμός της σχέσης πού υπάρχει όχι μόνο ανάμεσα στον κόσμο και τον Θεό, αλλά και ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, τη ζωή και το Ιστορικό γίγνεσθαι, ώστε να ανοίγει ό δρόμος πού οδηγεί από τα μυστήρια της φύσης και της Ιστορίας στα μυστήρια του θεού.

 - Νίκου Α. Ματσούκα :  Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου